-
1 σκηρίπτω
II Hom. only in [voice] Med., δὸς δέ μοι [ῥόπαλον],.. σκηρίπτεσθ' to support myself withal, Od.17.196; σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε pressing, pushing against it, with hands and feet, 11.595; so φρίκη ἐν ῥέθεϊ ς. Nic. Th. 721;ἐπί τινος Ph.2.274
; βακτηρίᾳ ib. 317: abs., πῦρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται sustained, ib. 512. (Found only in [tense] pres.; formed by assimilation of σκήπτω ([dialect] Ep. only in [tense] pres. ) to ἐστήρικτο, στηρίξασθαι, etc. ([dialect] Ep. only in tenses other than [tense] pres.).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκηρίπτω
См. также в других словарях:
σκηρίπτω — Α (επικ. τ.) 1. στηρίζω, στυλώνω 2. μπήγω, φυτεύω στέρεα («ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε», Απολλ. Ρόδ.) 3. παθ. σκηρίπτομαι υποδαυλίζομαι («πῡρ σκηριπτόμενον ὀρθοῡται», Φίλ.) 4. φρ. «σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε» στηριζόμενος ωθεί με χέρια και… … Dictionary of Greek